μηλοφόρος

μηλοφόρος
-ο, θηλ. και -α (Α μηλοφόρος, δωρ. τ. μαλοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει, που παράγει μήλα
αρχ.
1. (το θηλ. στον δωρ. τ. ως ουσ.) ἡ μαλοφόρος
προσωνυμία τής Δήμητρος στα Μέγαρα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μηλοφόροι
δορυφόροι τού βασιλιά τής Περσίας οι οποίοι είχαν στο κάτω άκρο τού δόρατός τους χρυσά ή αργυρά μήλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μηλοφόρον — μηλοφόρος bearing apples masc/fem acc sg μηλοφόρος bearing apples neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλοφόροι — μηλοφόρος bearing apples masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλοφόρους — μηλοφόρος bearing apples masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλοφόρων — μηλοφόρος bearing apples masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Melophoros, Malophoros — MELOPHŎROS, MALOPHŎROS, i, Gr. Μηλοφόρος, Μαλοφόρος, ου, ein Beynamen der Ceres, den sie von μῆλον, dorisch μᾶλον, ein Schaf, und φέρω, ich bringe, hat. Sie wurde unter dem selben im Megarischen verehret, weil man daselbst die ersten Schafe zu… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …   Dictionary of Greek

  • μαλοφόρος — μαλοφόρος, ον (Α) (δωρ.τ.) βλ. μηλοφόρος …   Dictionary of Greek

  • μηλοφορία — μηλοφορία, ἡ (Α) [μηλοφόρος] το έργο τού μηλοφόρου («τὴν παρά Μήδων γενέσθαι Πέρσαις μηλοφορίαν», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • μηλοφορώ — μηλοφορῶ, έω (Α) [μηλοφόρος] φέρω μήλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”