μηλοφόρον — μηλοφόρος bearing apples masc/fem acc sg μηλοφόρος bearing apples neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοφόροι — μηλοφόρος bearing apples masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοφόρους — μηλοφόρος bearing apples masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοφόρων — μηλοφόρος bearing apples masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Melophoros, Malophoros — MELOPHŎROS, MALOPHŎROS, i, Gr. Μηλοφόρος, Μαλοφόρος, ου, ein Beynamen der Ceres, den sie von μῆλον, dorisch μᾶλον, ein Schaf, und φέρω, ich bringe, hat. Sie wurde unter dem selben im Megarischen verehret, weil man daselbst die ersten Schafe zu… … Gründliches mythologisches Lexikon
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek
μαλοφόρος — μαλοφόρος, ον (Α) (δωρ.τ.) βλ. μηλοφόρος … Dictionary of Greek
μηλοφορία — μηλοφορία, ἡ (Α) [μηλοφόρος] το έργο τού μηλοφόρου («τὴν παρά Μήδων γενέσθαι Πέρσαις μηλοφορίαν», Αθήν.) … Dictionary of Greek
μηλοφορώ — μηλοφορῶ, έω (Α) [μηλοφόρος] φέρω μήλα … Dictionary of Greek